Description
“Για την ταβέρνα ετοίμαζα τηγανιτό περτίτζι, συκωτάκια τηγανιτά, λουκάνικο, κουνέλια, ξιδάτα, έβαλά τα σε πιάτα, το κάθε πιάτο το εσιέπαζα με άλλο πιάτο τζιαι τα έδενα με μιαν πετσέτα. Έμπαιναν τα πιάτα στην κοφίνα, έβαλέν την πάνω στο ποδήλατο τζιαι πήγαινε στο κέντρο . Να φάει με τους φίλους του, τζιαι τους τραουδιστές που τραγουδούσαν, τζιαι τον μουσικό που του έπαιζε μουσική. Ουδέποτε εδείπνησα μαζί του νιόπατρη, αλλά επειδή εθώρουν τη μάνα μου, που έτσι επεριποιάτουν τον άντρα της, εθεωρούσα το φυσικόν ότι έτσι πρέπει να γίνει τζιαι ποτέ εν επαραπονέθηκα. Ακόμα τζιαι τώρα που σου τα λέω, νιώθω πως εν εν’ σωστό, σαν να κάμνω μιαν απρέπεια. Βέβαια, ο παπάς μου δεν ήταν όπως ο πεθερός μου, που το είχε απαίτηση να τον περιποιείσαι, ο παπάς μου ήταν με το χίλια ευχαριστώ με το χίλια παρακαλώ, ζητούσε νερό, πράγματι, νερό να πιει, ποτέ στη ζωή τ0υ δεν έβαλε μόνος του να πιει.”