Description
“Με πολιορκεί το παρελθόν. Νιώθω αιχμάλωτος της ιστορίας του τόπου. Μοναξιάζομαι από την απουσία φίλων, προσφιλών γνωστών ή αγνώστων, χαμένων ή αγνοούμενων.
Συχνά υπνοβατώ σε χώρους διαφορετικούς, εκεί που αισθάνομαι ότι μπορεί να φιλοξενείται η απουσία τους. Προσπαθώ να εστιάσω σε κάποια μορφή αλλά μου αποτυπώνεται μόνο απουσία. Και διερωτούμαι πού βρίσκονται αυτοί που λείπουν , ιδιαίτερα αυτοί που αγνοούνται . Φαίνεται ότι πρέπει να τους αναζητήσουμε στο μεσοδιάστημα αυτού του οποίου γνωρίζουμε ότι αισθάνεσαι όταν ζεις και αυτού που φανταζόμαστε ότι πρέπει να αισθάνεσαι όταν φεύγεις. Περιπλανόμενος σε χώρους πνευματικούς, σε λειτουργίες και σε επιτάφιους, αλλά και σε παραδοσιακές γιορτές και πανηγύρια, τους συναντώ ξανά μέσα σε εικόνες. Άλλοτε ψεύτικες, απατηλές και άλλοτε αυθεντικές βυζαντινές. Εικόνες προγόνων, ηρώων, αγίων, κάποτε θνητών. Προχωρώντας στην περιπλάνηση νιώθω ότι μου ανοίγονται πόρτες και μπαίνω στο εσωτερικό των σπιτιών. Όσο ενδότερα μπαίνω τόσο περισσότερες πόρτες ανοίγονται μπροστά μου. Στα δωμάτια συναντώ και άλλες εικόνες. Αναπαραστάσεις που μου φαίνεται ότι ζουν τη δική τους ζωή ανεξάρτητα από τον έξω κόσμο. Κλεισμένες στον ίδιο τουε τον εαυτό χωρίς να στρέφονται προς τα έξω. Να αντανακλούν την προσπάθεια της άσκησης και τη χαρά της νίκης. Να μετασχηματίζουν τον πόνο σε χαρά. Να μεταδίδουν λιτά και χωρίς έξαρση τη δική τους πνευματική διάσταση. Και, να φωτίζονται απλά από το φως του ησυχασμού.” – Ο φωτογράφος
“Le passe m’assiege. Je me sens prisonnier de l’histoire du lieu. L’absence d’amis m’isole, amis chers, connus ou inconnus, perdus ou portes disparus.
Souvent j’erre en somnambule dans des lieux divers, la ou je sens que leur absence pourrait trouver hospitalite. J’essaie de focaliser sur quelque forme, mais seule l’absence s’impressione. Et je me demande ou se trouvent ceux qui manquent a l’appel, en particulier les disparus. Il semble qu’il faille les rechercher dans cet espace ambigu ou tu eprouve que tu vis, et ou tu imagines ce que tu dois ressentir a l’heure du depart. Errant dans des espaces de spiritualite, parmi liturgies et epitaphes, mais aussi dans des fetes traditionnelles et des foires; je le retrouves encore a l’interieur des icones. Quelquefois fausses, quelquefois authentiqument byzantines. Icones d’ancetres, des heros, des saints, quelquefois de mortels. Progressant dans mon errance, je sens que des portes s’ouvrent a moi, et j’entre a l’interieur des maisons. Plus profondement je m’avance, plus sont nombreuses ces portes qui me semblent vivre leur vie propre, independamment du monde exterieur. Enfermees sur elles-memes, sans ouverture vers l’exterieur; qu’elles refletent seulement l’effort de l’exercice purificateur et la joie de la victoire! Qu’elles transforment la peine en joie! qu’elles transmettent sobrement et sans exaltation leur propre dimension spirituelle! Et, qu’elles soient illuminees, simplement, par la lumiere de l’esychasme.” – Le photographe