Δυτικά της λήθης

 10.00

Only 1 left in stock

Category: Tags: ,

Description

[…] Η ποίηση για τον Μπάμπη Αναγιωτό είναι μια μυστική περιοχή του πνεύματος στην οποία ο «μύστης» ποιητής, ο «ακαταπόνητος ιχνηλάτης ιερογλυφικών οραμάτων», εισέρχεται, μοναχικός ιππότης, περνώντας μέσα από «στενά και μυστικά περάσματα», «ιερουργώντας σε θυσιαστήρια ερμητικά» κι «αναδεύ(οντας) τον θεσπέσιο πολτό της σάρκας και του πνεύματος / ασκώντας την πανάρχαια τέχνη των μυστών / των αλχημιστών / και των πεφωτισμένων». Μέσα σε αυτή την αισθητική αντίληψη της ποίησης εντάσσει εικόνες υπερβατικές (όπως στον «εξαγνισμό του ιεραποστόλου» ή «στην οδό Κριεζώτου», που ελευθερώνουν τον ποιητή -καθώς και τον αναγνώστη- από τα δεσμά της σκέψης, εισάγοντάς τον στον μυστικό κόσμο της ποίησης.

Η ένταση της ποιητικής δημιουργίας είναι για τον ποιητή ισορρόπηση σε τεντωμένη χορδή, που λίγο να χαλαρώσει πέφτει στο βάραθρο, σε τεντωμένη χορδή τη στιγμή που ακινητοποιεί τον χρόνο «αφήνοντας κάτι σαν κραυγή / την ύστατη στιγμή / λίγο προτού να σπάσει». Είναι η ποίηση μια προσπάθεια «να παγιδέψει τη στιγμή», «να την ακινητοποιήσει», να τη διαρρήξει και (όπως ο Ελύτης στον Μικρό Ναυτίλο) να της δώσει διάρκεια. Είναι μια προσπάθεια «να οργανώσ(ει) το χάος». «Γι’ αυτό ονοματίζω τα πάντα: / Ελένη, ιμερτή, όνειρο, / ελευθερία, μοναξιά».

Οι λέξεις, πρωταρχικό υλικό της ποίησης, αποκτούν υπόσταση ζωντανών στην ποίηση του Μπάμπη Αναγιωτού. Γεννιούνται, ολοκληρώνουν μια ζωή μέσα από τη χρήση τους, μέχρι που έρχεται ο κορεσμός και πεθαίνουν: «Κουρασμένες οι λέξεις / αποχωρούν στα ιδιαίτερα των νοημάτων. / Έχουν εκπληρώσει την αποστολή τους. / Αναμασώντας κι απομυζώντας τις / έχουν απωλέσει κάθε ίχνος ικμάδας / ξεχειλίζουν από τα συρτάρια μου νεκρές / λέξεις, λέξεις, λέξεις.» Οπότε ο ποιητής, μέσα από μια παρθενική συνδυαστική χρήση -όπου την πετυχαίνει- δίνει στις λέξεις καινούργια ζωή. Ενδεικτικά: «Την κυνηγώ ανάμεσα / σε οπωροφόρους καταρράκτες / και διψασμένους κατακλυσμούς εναγκαλισμών», κι αλλού «Γιατί χρειάζεται τόσος / χρόνος να πούμε / σ’ αγαπώ; / γιατί τόση ολιγωρία; / Γιατί μια φράση / δεν εκπυρσοκροτεί στον κρόταφο / να αναβλύσουν αρτεσιανές / και οι πέντε αισθήσεις;»

Η λέξη, στη γλώσσα γενικά, είναι και νόημα και ήχος. Η συνδυαστική νοήματος και ήχου (κι άλλων πραγμάτων ασφαλώς) είναι η πεμπτουσία της ποίησης.

«Οι λέξεις συνωστίζονται στην ερημική ακτή

ψάχνοντας άδεια κοχύλια (για να βρουν σε αυτά τον ήχο τους)

για να ενδύσουν το πεπρωμένο τους κι ύστερα

ασφαλείς μέσα στων ερώτων τους τις πανοπλίες

να σεργιανίσουν το μυστήριο του πελάγου

κορφολογώντας κύματα κι εωθινά μελτέμια

τη σιγουριά του μεσημεριού να αμφισβητήσουν

τη δίψα του ναύτη να κεράσουν

τον ήλιο να παγιδέψουν στα χλωρά τους βλέφαρα.

Χρυσόστομος Περικλέους

Απόσπασμα από το κείμενο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εποχή, τεύχος 342,  φθινόπωρο 2019

Additional information

Author

Cover

ISBN

Languages

Pages

Publisher

Year