Description
Σαν ήπιε τον καφέ, ζεστό από τα χέρια της
Σήκωσε το βλέμμα
Κοίταξε τη σκούρα απόσταση στο βάθος των ματιών της
Έξω κελάηδησε η μέρα
Στο ρυθμό ερωτευμένων περιστεριών
Σηκώθηκε, πήρε παραμάσχαλα σημειώσεις και χειρόγραφα
Ισολογισμούς και ρίμες απ’ τις κρυφές του εξορμήσεις
Άνοιξε την πόρτα, χαιρέτισε ένα αστέρι
Που ‘χε ξεμείνει απ’ το βάσανο της νύχτας
Δεν είπε αντίο
Το ψιθύρισε η βιάση των πρωινών περαστικών
– “Αντίο”