Description
Στο βιβλίο μου “Ο Δρόμος” έγραψα, πως αν κάποτε γράψω τη βιογραφία μου, θα είναι η ιστορία των ανθρώπων που αντέχουν την οδύνη του χαμού μιας πόλης, του χαμού μιας ευτυχίας, των ανθρώπων της πόλης μου.
Εκπληρώνω τώρα ένα μικρό χρέος γι’ αυτούς που μόχθησαν, και τράβηξαν τις χαρακιές του ονείρου τους σε τούτο το κομμάτι της γης, που τόνομά του είναι Αμμόχωστος.
Η Αμμόχωστος, η πόλη της καρδιάς μας, περιμένει, θα περιμένει ακούραστη, αφτιασίδωτη, χαμογελαστή. Κι εγώ γράφω την ιστορίας της, ό,τι βίωσα, για τα παιδιά και τα εγγόνια μου, τα παιδιά και τα εγγόνια όλης της πόλης, είτε γεννήθηκαν εκεί στην ευλογημένη γη, είτε γεννήθηκαν στην προσφυγιά, αλλά ζουν με την προσδοκια στην καρδιά τους, με την προσδοκία της επιστροφής.
Του βεβαιώνω, πως η πόλη μας περιμένει. Θα την ξαναχτίσουμε από την αρχή, για να γίνει το ίδιο όμορφη κι ευλογημένη.
Ο Άη-Νικόλας ο Θαλασσινός θα φέρει τα καράβια της χαράς στο λιμάνι της, κι οιδρόμοι θα γεμίσουν χαρούμενα γέλια νέων και παιδιών.
Θ’ ανταμώσουμε εκεί στα τείχη για να παρηγορήσουμε τον Οθέλλο που θρηνεί την αγαπημένη Δεισδαιμόνα.
Όλοι νιώσαμε το δίκοπο μαχαίρι της προδοσίας.
Οι Ιάγοι πολλοί και αδίσταχτοι. Τότε και τώρα.
Γράφω ταξιδεύοντας ανάμεσα θάλασσας κι ουρανού, με τις φτερούγες της ανάμνησης και τους ψίθυρους των πορτοκαλανθών, με τους γλάρους στα βράχια.
Όμως, όσα και να γράψω δεν θα ξοφλήσω. Μένω χρεώστης της ιστορίας της Ηλιογέννητης.
Κολυμπώ μέσα στη ροή του χρόνο, σ’ ένα διάφανο ουρανό, γεμάτον ανεμοδείχτες της πατρίδες, έγνοιες ελεύθερης σκέψης. Θα μιλήσω απλά, όπως απλή είναι η ζωή για όσους χαϊδεύουν τα κοχύλια και γελούν για κείνους που λένε την καλημέρα με την πρώτη ανάσα της αυγής, για κείνους που χαίρονται γιατί ο Θεός τους χάρισε άλλη μια μέρα για να υμνούν το μεγαλείο του και να δροσίζονται από την αγάπη του.